- ατσαλιά
- η1) беспорядок; безалаберщина (разг ); 2) неряшливость; нечистоплотность, неопрятность; грязь; 3) мерзость, гадость; непристойность;
μη λες ατσαλιές — не говори гадостей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μη λες ατσαλιές — не говори гадостей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ατσαλιά — η 1. ακαταστασία, βρομιά: Μεγάλη ατσαλιά υπάρχει στο σπίτι αυτό. 2. προστυχιά, αχρειότητα, βρομόλογο: Άρχισε πάλι τις ατσαλιές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατσαλιά — και ατσαλοσύνη, η [άτσαλος] 1. ακαταστασία, αταξία 2. απρέπεια, ακοσμία, αυθάδεια 3. ακαθαρσία, βρομιά … Dictionary of Greek
ατσαλοσύνη — η η ατσαλιά … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ατασθαλία — η ακαταστασία, απρέπεια, υπέρβαση καθήκοντος, ατσαλιά: Ατασθαλίες αποκαλύφτηκαν στην υπηρεσία έγκρισης φαρμάκων για τους δημόσιους υπαλλήλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατσαλοσύνη — η η ατσαλιά (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)